- τροχιοδείχτης
- ομηχανισμός που διαγράφει φωτεινή την τροχιά του βλήματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τροχιοδείκτης — και τροχιοδείχτης, ο, Ν μηχανισμός που τοποθετείται στη βάση μικρού βλήματος και καθιστά φωτεινή την τροχιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιά + δείκτης / δείχτης] … Dictionary of Greek